Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Ήμασταν εκεί από νωρίς.

Φοράγαμε μαύρα και όμως δεν ήμασταν σε κηδεία.

Κάποιοι είπαν πως είμαστε αναρχικοί,

μα δεν ήμασταν – τουλάχιστον όχι όλοι-

Στη πορεία περπατήσαμε όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά

όμως το σύνθημα ήταν ένα.

Οι ανθρωποφύλακες έριχναν δακρυγόνα συνέχεια

μα εμείς κλαίγαμε εδώ και μέρες και δεν έπιαναν.

Και τότε άρχισε να βρέχει...

μία πέτρα για κάθε όνειρο



Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

[Σταγόνες από όνειρα σε ένα ραγισμένο μικρόκοσμο]



Σκονισμένο αμάξι που τρίζει, σε ένα μέρος κάπου ωραία, και είναι νύχτα. Ακούμε μουσική από χιλιοχαραγμένα cd και καπνίζουμε ύποπτα τσιγάρα. Θέλω να σου πω να μου μιλάς γερμανικά, αλλά κάπου μέσα σε αλυσιδωτά συνειρμικά κουραφέξαλα που σκέφτομαι το ξεχνάω.


Πονοκέφαλοι, χάπια, γιατροί, εξετάσεις. Περίεργη μυρωδιά (- λάθος άσχημη μυρωδιά), νοσοκομείο. Ένα δάκρυ και ανέκφραστα ή υπέρ- εκφραστικά πρόσωπα. Κανείς δεν ονειρεύεται εδώ.


Η λήθη. Έρχεται τα βράδια και σε κοιτάζει δειλά. Παίρνει την μορφή όλων αυτών που ορκίστηκες κάποτε να μην κάνεις. Σε παρασύρει, σε σέρνει από δω και από κει. Φαντάζει όμορφη πίσω απ' τη βαριά κουρτίνα της μνήμης. Μου χαμογελάς λέγοντας μου, πως όλα τελικά γέρνουν προς το μέρος σου. Σου απαντώ ξανά: αρνούμαι να με προδώσω.


Θα σε θυμάμαι. Θα με θυμάσαι. Θα σε θυμάμαι. Θα με θυμάσαι. Θα σε θυμάμαι. Θα με θυμάσαι. Θα σε θυμάμαι. Θα με θυμάσαι ;;;;;;;;

Ξύπνησε ιδρωμένος. Έμεινε για λίγο ακίνητος προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει που βρίσκεται και ...

Έκανε κρύο. Κουλουριάστηκε για λίγο με την ελπίδα να τον ξαναπάρει ο ύπνος. Τότε πετάχτηκε. Ήταν η μέρα του θερισμού, και εκείνος είχε ήδη αργήσει.


Μας θυμάμαι να παίζουμε οι δυο μας, τρέχοντας πάνω κάτω και κάνοντας φασαρία. Σε θυμάμαι να με περιεργάζεσαι και τα μάτια σου να γυαλίζουν από χαρά και ελπίδα. Με θυμάμαι να σε κοιτάζω πολλές φορές και να αισθάνομαι άσχημα και λίγος. Μας θυμάμαι να διαφωνούμε για κάτι και να χαμηλώνεις μειλίχια το βλέμμα. Σε θυμάμαι να μου λες αυτό που τώρα δεν μπορώ να ξεστομίσω. Μας θυμάμαι σε ένα αεροπλάνο να συζητάμε, να κοιμόμαστε....

Σε θυμάμαι στο τελευταίο περίπατο μας, πόσο πια είχες κουραστεί.

Θυμάμαι. Δεν ξεχνώ. Σου χαμογελάω.


[Κοιτάω ψηλά στον ουρανό. Απλώνω το χέρι μου και παίρνω από κει, ένα σύννεφο γκρίζο με λίγο γαλανό, για να φτιάξω τη δικιά μου φυλακή. Πλάθω τα όνειρα που μαζί θα πάρω]

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

στον Μ. κ την Α.




why is it i want to cry?

Crow, crow tell me.
There is a shadow passing by.
The willows call me.
Why would an old woman weep?
Willow, tell me, willow.
Crows went flying through my sleep
I cry and follow.
[Ursula K. Le Guin]




Κι αν σου θυμίζει παραμύθι
είναι που ξέχασες να
ονειρεύεσαι νωρίς.



Ήταν λοιπόν κάποτε ένα μικρό αγοράκι
που το έλεγαν Ηλανόμ.
Ζούσε με τον πατέρα του σε ένα μικρό καλυβάκι
σε μία περιοχή που οι περισσότεροι
είχαν ξεχάσει το όνομα της.
Ήταν εκεί εξόριστοι,
ποτέ δεν έμαθε το λόγο αλλά ήταν εξόριστοι.
Μακριά από αυτό
που ονόμαζαν Πόλη. Ωστόσο, όλα ήταν όμορφα.
Το καλύβι βαθιά μέσα
στο δάσος και πολύ κοντά σε μια μικρούλα λίμνη
μύριζε μέντα και έσταζε ονείρατα.



Οι μέρες, τα χρόνια, κυλούσαν μέσα σε μία αλλόκοτη
απλότητα. Το παιδί διάβαζε συνέχεια τα αμέτρητα σκονισμένα
βιβλία, γνώριζε τη φύση, έπαιζε με τον πατέρα του
και την χοντρούλα γάτα του σπιτιού τη Ναφθαλίνη.



Τις νύχτες ο Ηλανόμ και ο πατέρας του έπαιρναν ένα
παλιό δερμάτινο φλασκί,
καθόντουσαν μπροστα από τη φωτιά και το γέμιζαν
κάθε φορά και με ένα όνειρο.



Όχι δεν είχαν πολλά, τουλάχιστον όχι με
την έννοια των εμπόρων της Πόλης. Ένας κηπάκος
ένα μικρό καλύβι, πολλά φθαρμένα βιβλία, το φλασκί,
και ένα παλιό γραμμόφωνο.



Ένα πρωινό το αγόρι είδε να πλησιάζει μία γερόντισσα.
Αμέσως ξύπνησε τον πατέρα του
που είχε αποκοιμηθεί, δίπλα από το τζάκι,
με τη Ναφθαλίνη πάνω του να γουργουρίζει.

Δεν μπόρεσε ποτέ να μάθει ποια ήταν
ή τι ζητούσε, πέρα από αυτό το θλιμμένο βλέμμα
του πατέρα και τη μόνη φράση που ξεστόμισε:
"όχι τώρα, Ηλανόμ".



Ήρθε ο χειμώνας τώρα. Το ξέρω πως το νιώθεις.
Δεν είναι που το δάσος έγινε πάλι άσπρο
και ο αέρας τραγουδάει πένθιμα.
Είναι που ο πατέρας δεν είναι πια καλά.
Δεν μιλάει πια πολύ,
ούτε έχει όρεξη να παίξει.



Και να που χτες, για πρώτη φορά ναι χτές,
δεν βάλανε στο φλασκί τίποτα.
Και το αγόρι δεν είναι πια αγόρι.
Εντάξει εσύ κατάλαβες πως έφυγε,
όμως ο Ηλανόμ έμεινε πάλι το βράδυ να περιμένει.




Κι αν δεις ποτέ μία γατούλα μαύρη και κάπως χοντρή
να κλαίει, μην σκίαζεσαι,
είναι που ο Ηλανόμ δεν μπορεί να περιμένει
άλλο και πίνει άλλη μια γουλιά απ' το φλασκί.



Και όταν ένα βράδυ ο Ηλανόμ, μεθυσμένος από όνειρα
έπεσε στη λιμνούλα να κολυμπήσει
το καλύβι έμεινε άδειο από ονείρατα,
να μυρίζει μόνο ναφθαλίνη.



Και εμέις;

Και εμείς κάνουμε κύκλους μέσα στη νύχτα
και η φωτιά μας καταβροχθίζει.



Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

[Άπληστοι νευρωτικοί αυτόχθονες]

Λίγο πριν πέσει για ύπνο σκέφτεται όσα δεν μπόρεσε να κάνει. Ονειρεύεται πάντα ξύπνιος μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Και κάθε βρώμικο πρωινό, στοιβαγμένος στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και μεταφοράς δεν μυρίζει ποτέ τις σκέψεις του αυτές. Παίρνει τον ρόλο του και είναι – όπως του δίδαξαν να είναι- ευτυχισμένος. Βλέπει έναν ξένο, και τον καρφώνει με το βλέμμα θυμωμένου τηλεπαρουσιαστή..

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008

dreaming of chaos. dreaming of you.

[εκεί που το χρήμα σου δεν έχει σημασία, και η αξιοπρέπεια σε κοιτάζει με χαμηλωμένο βλέμμα]

[και η ελπίδα μπουχτισμένη σέρνεται νωχελικά και άσκοπα]

εκεί λοιπόν σε είδα και με είδες καλά.

Δεν τρέφω αυταπάτες γι' αυτό το κόσμο εδώ και καιρό, παρ' όλα αυτά συνεχίζω να ονειρεύομαι κάθε βράδυ που ξαπλώνω και κάθε πρωί που ξυπνάω

παίζω ρέστα σε μία εξ αρχής χαμένη παρτίδα, μπας και καταλάβεις και καταλάβω ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ γραμμικά. ονειρεύομαι το χάος.


Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

καλό ταξίδι...





Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το πεις. Οι λέξεις είναι δω μπροστά σου, το μόνο που χρειάζεται είναι να τις βάλεις στην κατάλληλη σειρά. Αλλά τώρα δεν έχει νόημα.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

/dev/null




μία συζήτηση που δεν έγινε μέσα από βλέμματα που
έγιναν, είναι ένα βλέμμα που δεν έγινε μέσα από συζητήσεις που έγιναν

χειμώνας. κρύο. βράδυ. κούραση. μόλις μπήκαμε κάτω από τα σκεπάσματα.
Σε κοιτάω. Με κοιτάς. Τα μάτια σου σιγά σιγά κλείνουν. Αγχώνεσαι. Με ρωτάς τι θα κάνεις μετά την σχολή.

[θ' ανοίξουμε ένα μικρό διανυκτερεύον βιβλιοπωλείο για τρελούς ερωτευμένους, θα φοράω μαύρο μακρύ παλτό και σκούφο, θα κάθομαι μπροστά στη φουφού ενός καστανά, θα φοράς κόκκινο μακρύ φουστάνι και γάντια από τούλι, θα κάθεσαι σε μια μπερζέρα, θα είσαι όμορφη, τα βιβλία που αγαπάμε θα τα έχουμε σε μπαούλα χρυσοποίκιλτα, σε μεγάλα ξύλινα τραπέζια, σε κασέλες με βελούδο, σε ασημένιους δίσκους, κάθε τόσο θα σου δίνω να πίνεις ζεστή σοκολάτα και μπράντι, τα βιβλία που δεν αγαπάμε θα τα έχουμε σε σκουπιδοτενεκέδες από κασσίτερο, θα καπνίζουμε ναργιλέ μανιωδώς, τα μάτια μας θα είναι κοκκινόμαυρα, θα πίνω Cabernet Sauvignon,οι πελάτες θα περνάνε από έλεγχο, θα κοιταζόμαστε στα μάτια χωρίς να λέμε λέξη και θα τους εγκρίνουμε ή θα τους απορρίπτουμε στη στιγμή, θα είσαι πολύ όμορφη, θα σου διαβάζω την αυγή πριν κοιμηθείς και θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά, θα κλαίμε μαζί, from here to eternity.]

είναι τα λίγα δευτερόλεπτα πριν αποκοιμηθούμε, η στιγμή που κοιταζόμαστε λίγο πριν πιαστώ και σου γυρίσω πλάτη, και συ μου χαμογελάς.

[το παιδί έχει τόσα αποθέματα ονείρου, που μπορεί να μην κοιμάται ποτέ]

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

αυτό στο χρωστάω


πέφτω, πέφτω, πέφτουμε. η ζωή μας πετάει χαμηλά κάθε μέρα. έτσι και τώρα.
όλοι δείχνουν ευτυχισμένοι εδώ. αγχωτικές κοπέλες και κατα φαντασίαν σούπερ γαμιάδες άντρες.
αλκοόλ και καλοδιατηρημένα στερεότυπα χορεύουν πάνω από τα κεφάλια μας.

γίνε ένα με το πλήθος ή ένα με την μοναξιά σου.

ένα ζευγάρι με ξεχασμένα όνειρα στέκεται (με δυσκολία) απέναντί μου. Η κοπέλα με κοιτάει επίμονα. Ένα φαντασιακό με κοιτάει επίμονα.

μέλλον παρόν και μέλλον

το μέλλον μου βρίσκεται σε μια μικρή θεσούλα - αγκάθι στην αξιοπρέπεια μου. Το είδα στο ψέμα που έφτυσες μπροστά μου την αδιάφορη μέρα του χωρισμού μας. Είναι γεμάτο μαύρα ξεθωριασμένα όνειρα και χτύπους από ξυπνητήρια. Ένα δάκρυ στις σελίδες που τώρα γράφω και ένας εμετός μοναχικός σε φθαρμένα πλακάκια.
το μέλλον μου που λες, μυρίζει νοσοκομείο και άδεια βλέμματα ασθενών.
μία ξαφνική αυτοκτονία, ψευτοθλιμμένοι συγγενείς και δύο τρεις φίλοι.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

και συ καημένη συνέχισε να πουλάς τρέλα...

στους ναούς της θλίψης, η μιζέρια σου κλείνει το μάτι

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

απο το ξενοδοχειο των ξενων



καταλαβαίνετε ότι το χάος που λέω δεν έχει τίποτα να κάνει με την σύγχρονη σύγχυση ούτε με την καπιταλιστική πεταλούδα που το πέταγμα της στη Νέα Υόρκη μπορεί να προκαλέσει καταιγίδες στη Μαλαισία. όπως και η αγάπη δεν είναι ένας συμφέρων συμβιβασμός. χρειάζεται να ξεσκονίσουμε τις λέξεις.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008


σήμερα έγινα για λίγο μπουκόφκσυ.
παραπατώντας στους δρόμους σας,
ξερνούσα τα όνειρά μου.
και κάπου εκεί
μεταξύ μοναξιάς και μοναξιάς
μου χαμογέλασες...

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

και μία διευκρίνηση για σένα που δεν πολυκαταλαβαίνεις τι γίνεται γύρω σου και στεναχωριέσαι που δεν είσαι “ευτυχισμένος”

ο homo-normalis δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, δεν θα υπάρχει
so, βγάλε την πρίζα...

περί έρωτος και άλλων δαιμονίων

και τι είναι τελικά ο έρωτας
αν όχι ένα περίεργο όνειρο
από το οποίο θα ξυπνάς
πάντα λίγο πριν το τέλος;

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2008

entering the brown age

μέσα στο πηγαινέλα των μυγών και
στου κόσμου την στροβιλιζόμενη μαλακία
ας πούμε πως υφίστασαι.
ξέμεινες από φαντασία
και τριγυρνάς από δω και από κει
δίχως λόγο
είσαι η φθορά μου, είμαι η φθορά σου,
όλα φθορά.
(το τείχος δεν έπεσε το 89)
και να θυμάσαι
ότι έχεις πει, πάνω σε μάτια θα το δεις
και ότι έχεις κλέψει κάποτε πίσω θα το φέρεις..
είσαι η άρνησή σου