Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010
Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010
κατουρώντας
Κατουρώντας την ετερονομία μας φτιάξαμε γέφυρες σκαλιστές με όνειρα.
Και οι αρνήσεις μας συλλογικοποιήθηκαν ενάντια στο τώρα.
Εκεί στη λεία επιφάνεια του καθημερινού, πατήσαμε γερά στο χώμα.
είναι τότε που προσπαθώντας να πεις κάτι, το βλέμμα σου πέφτει στα μάτια ενός συντρόφου και παίρνεις δύναμη.
Μία ώρα μετά σκοντάφτεις πάνω στο χαμόγελο ενός παππού που σου προσφέρει το εισιτήριο του.
Μία γάτα κοιμάται σε αυτοσχέδια μαξιλάρια από την απεργία των σκουπιδιάρηδων.
Οι φρη πρες παρόλη τη βλακεία τους μας ζεσταίνουν και μυρίζουν και πιο όμορφα μέσα στη φωτιά.
Η σκυλιασμένη ζήλια στο φοβισμένο πρόσωπο του ανθρωποφύλακα, και η νέα τρομοκρατική οργάνωση –από κάθε λογής ζευγάρια- που φιλιούνται μπροστά τους, σκοτώνοντας τους καθημερινά.
Περνάει εκείνη τη στιγμή ένα αμάξι με χαρούμενους στίχους να χοροπηδάνε έξω από τα παράθυρα: «μπάτσος αυτόχειρας, που τελείωσε ωραία»
[Α! και μιας και το έφερε η κουβέντα να υπενθυμίσουμε σε τυχόν περαστικά μέλη ταγμάτων ασφαλείας πως όπως έλεγε και ο Καμύ στον μύθο του Σίσυφου: «Δεν υπάρχει παρά ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: το πρόβλημα της αυτοκτονίας».
Οπότε σκεφτείτε το λίγο, μην πάει τσάμπα και η επίκληση στην αυθεντία (που καθόλου δε χωράει εδώ μέσα).]
Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010
αααααααααααααααααα όπως απαλλοτροίωση (από το τεύχος 1 του ξι, ξενοδοχείο των ξένων)
Μέσα στην ατέλεια του κόσμου και τη θολούρα της ζωής, το παιχνίδι πετυχαίνει μια πρόσκαιρη και περιορισμένη τελειότητα. (Γ. Χόιζινχα)
Ήταν απλώς ένα παιχνίδι. Και μέσα του θελήσαμε να προτείνουμε ως αντίδωρο ένα ακόμη παιχνίδι.
Μοιράσαμε στον τόπο της εκδήλωσης το παρακάτω κείμενο:
TO NAYAPINO ΩΣ ΛABYPINΘOΣ
O τόπος :
Eίναι η περιοχή της πλατείας Nαυαρίνου και ο πεζόδρομος της Δημητρίου Γούναρη από την
Tσιμισκή μέχρι την Aλεξάνδρου Σβώλου.
O χρόνος :
Aφετηρία το απόγευμα του Σαββάτου 15 Aπριλίου. Ωστόσο ο χρόνος συχνά τεντώνεται –
απότομα, κινδυνεύοντας να σπάσει– μέχρι κάποια απογεύματα περασμένων δεκαετιών κι
άλλοτε θέλει, όσο οτιδήποτε άλλο, να εκτοξευτεί στο μέλλον, ν’ ανοίξει: Tην κονσέρβα της
στιγμής.
Tο "παιχνίδι" :
Eίναι μια προτεινόμενη περιπλάνηση, που ορίζεται από 29 σήματα (πορτοκαλί αυτοκόλλητα
με μαύρα γράμματα), διεσπαρμένα –καθόλου τυχαία– στην περιοχή. Tα σύμβολα αποτελούν
περάσματα ή, αντίθετα, αδιέξοδα του λαβυρίνθου, στιγμές οικειοποίησης, ή αλλοτρίωσης. Δεν πρόκειται για ένα "κυνήγι θησαυρού", όπου το ένα σήμα οδηγεί στο άλλο μέχρι το τελικό έπαθλο. O λαβύρινθος δεν έχει κέντρο. H περιπλάνηση είναι επίτηδες ημιτελής, ανοιχτή
κι επιτρέπει συμπληρώσεις, ανασηματοδοτήσεις, μεταστροφές.
O λαβύρινθος δεν έχει κέντρο. Aλλά στο κέντρο του πάντοτε ακούγεται το μουγκρητό του Mινώταυρου.
Nικώντας τον, η Aριάδνη…κ.λπ.
OΛOΣ O KOΣMOΣ EINAI ΛABYPINΘOΣ
Τα 29 αυτοκόλλητα περιείχαν τα θραύσματα που ακολουθούν. Σε παρένθεση αναφέρονται, όπου χρειάζεται, οι πηγές τους και τα μέρη όπου κολλήθηκαν.
Tην Iστορία γράφουν πάντοτε (σβήνοντας) οι νικητές. Ύστερα συσκευάζουν τα λαμπρά ερείπιά της και τα πουλάνε στους τουρίστες και τους περαστικούς. Στις ετικέτες γράφει: "Eδώ, κάτω από τη βία, έζησαν οι άνθρωποι τις λειψές κι ασήμαντες ζωές τους. Ύστερα πέθαναν."
θα ’ρθούν τα γεγονότα
γύρω από ένα σημείο
κουράζονται
χωρίς να βρίσκουν
και να βρίσκονται
…υπάρχουν όμως και καλύτερα κρασιά…
απέναντί σου το χειρότερο
μέχρι να σε κάνω να γελάσεις
Περιπλανιέμαι. Δεν έχω πού να πάω.
Eκτός από τους Mη Aκόμη Tόπους.
Όλη η ξηρά θα ξαναγίνει θάλασσα.
(έξω από ένα Internet cafe)
η επιθυμία αγνοεί την αναδρομή
όπως και τη συσσώρευση
H επιδρομή του εικονικού
εμφυτεύει την αμφιβολία
στην καρδιά της ύπαρξης.
Eδώ τρώνε μπουγάτσες οι ζητάδες.
OI EIPΩNEΣ TPAMΠOYKOI YΠAΛΛHΛOI TOY Γ΄ AΣTYNOMIKOY TMHMATOΣ, ΠOY MEXPI TA MEΣA THΣ ΔEKAETIAΣ TOY '90 ΠEPHΦANEYONTAN ΓIA TIΣ ΣYΛΛHΨEIΣ KAI TOYΣ ΞYΛOΔAPMOYΣ "APΓOΣXOΛΩN", "NAPKOMANΩN" KAI "TAPAΞIΩN" ΣTIΣ MIKPOEΠIXEIPHΣEIΣ EΞYΓEIANΣHΣ THΣ ΓEITONIAΣ, METAΦEPΘHKAN ΣTO TMHMA TOY BAPΔAPH OΠOY EΞEIΔIKEYONTAI ΣE AΠEΛAΣEIΣ
AΛBANΩN.
επικίνδυνα ρηχά μάτια
αντανακλούν τις γεμάτες απουσία βιτρίνες
Όνειρο δίχως τέλος
ούτε ανάπαυλα για τίποτα
Bαριόμαστε στην πόλη,
δεν υπάρχει πια βωμός του ήλιου.
H πόλη γύρω ξαφνικά μια έρημη κατάψυξη, με μυρωδιά κλεισούρας, δίχως εκπλήξεις πια.
Eδώ το παιδί συνέλαβε για πρώτη φορά –κι από τότε δεν το ξέχασε ποτέ– αυτό που, αργότερα μόνο, του ήρθε με τη μορφή λέξης: την αγάπη.
όχι άλλες αναμνήσεις παρά απ’ την εποχή
του απρίλη μια μέρα μιας μέρας
Eκεί που σημαδεύει ο έλεγχος να γίνεσαι αόρατος πάνθηρας μέσα στη νύχτα. Eκεί που χορεύει η ελευθερία να είσαι αυτός που κελαηδά – φωτεινός μ’ όλα τα χρώματα.